-
1 ἀτιτάλλω
Aἀτίτηλα Il.24.60
, IG14.2005:—[voice] Med.,[tense] aor. Iἀτιτήλατο Opp.C.1.271
: ([etym.] ἀταλός):—redupl. form of ἀτάλλω, rear, tend, l.c.;παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Od.18.323
; , cf. 16.191, Hes.Th. 480, Pi.N.3.58; also of animals,τοὺς μὲν [ἵππους].. ἀτίταλλ' ἐπὶ φάτνῃ Il.5.271
:—[voice] Pass.,χῆν' ἥρπαξ' ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Od.15.174
.2 metaph., cherish,καί σε Κόως ἀτίταλλε Theoc.17.58
: c. dat.,καλοῖς Id.15.111
; in bad sense, beguile, cajole,σκιράφοις ἀ. Hippon.86
.— Poet. and late Prose, as Them.Or.20.234b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτιτάλλω
См. также в других словарях:
νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… … Dictionary of Greek